- κεβλήπυρις
- κεβλήπυρις (Α)1. ονομασία πτηνού με κόκκινο πτέρωμα στο κεφάλι («κόκκυξ, ερυθρόπους, κεβλήπυρις», Αριστοφ.)2. ως κύριο όν. ὁ Κεβλήπυριςπαρώνυμο τού Θεμιστοκλή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τις λ. κεβλή* και πῦρ, δηλ. «πτηνό με κόκκινο κεφάλι». Κατ' άλλη άποψη, το β' συνθετικό είναι πυρός «σίτος, κόκκος σίτου»].
Dictionary of Greek. 2013.